Εὐκλείως

Εὐκλείως
Εὔκλειος
good repute
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὐκλείως — εὐκλεής of good report adverbial (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυκλειῶς — εὐκλεής of good report adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκλεής — ές (ΑΜ εὐκλεής, ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής) αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ. β. «εὐκλέα γλῶσσαν» τραγούδι που υμνεί τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”